Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

Ο ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΛΑΪΤΖΙΔΗΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ ΤΗΣ ΜΕΣΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ

Παντελής Καλαϊτζίδης, Δρ. Θ.
Συντονιστής Ακαδημίας Θεολογικών
Διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Επισκέπτης Καθηγητής στο Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου
Οι χριστιανοί στην Μέση Ανατολή:
Χτίζοντας γέφυρες ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση,
ανάμεσα στο παλιό και το νέο

Εισήγηση στο Διεθνές Συνέδριο
Η χριστιανική μαρτυρία στη Μέση Ανατολή σήμερα:
Θεολογικές και πολιτικές προκλήσεις
και Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών
Βόλος, 20-22 Ιουνίου 2011
Θα ήθελα ευθύς εξ αρχής να διευκρινίσω ότι δεν είμαι ειδικός των προβλημάτων και των ευρύτερων εξελίξεων στην Μέση Ανατολή. Γι’ αυτό και δεν θα τολμούσα να πάρω το λόγο και να μιλήσω σε συνέδριο για το παρόν και το μέλλον των χριστιανών σε αυτήν την περιοχή, αν δεν υπήρχε η τελευταία ενότητα αυτού του συνεδρίου με τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Μάρτυρες ζωντανής εμπειρίας». Όχι ότι η ζωή μου και η καθημερινότητά μου εμπλέκονται με τα όσα δύσκολα, και πολλές φορές τραγικά, συμβαίνουν στο ευρύτερο χώρο της Μέσης Ανατολής• αλλά γιατί πιστεύω ότι η μαρτυρία λειτουργεί διπλά: εμείς οι εκτός Παλαιστίνης και Μέσης Ανατολής έχουμε πολλά να μάθουμε και να πληροφορηθούμε από την καθημερινότητα και τα προβλήματα των εκεί χριστιανών, αλλά ίσως και εμείς από την πλευρά μας, αντιστρόφως, κάτι να έχουμε να πούμε και να μεταδώσουμε στους χριστιανούς της Μέσης Ανατολής, όχι επειδή γνωρίζουμε καλύτερα από εκείνους την καθημερινότητα και πραγματικότητα τους, αλλά επειδή η μαθητεία και η σπουδή μας στα υπό συζήτηση προβλήματα, καθώς και στην παράδοση και τη ζωή των χριστιανών της Μέσης Ανατολής, μας έμαθε και μας δίδαξε πολλά. Στην παρουσίασή μου, λοιπόν, ξεκινώντας από την περιορισμένη προσωπική μου εμπειρία από τους ανθρώπους, τις εκκλησίες και τις χώρες της περιοχής, θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας κάποιες σκέψεις γι’ αυτά που έμαθα και διάχθηκα από τη συναναστροφή μου και τις επισκέψεις μου στις χώρες της Μέσης Ανατολής. Η παρουσίαση αυτή έχει να κάνει με το πώς ένας Έλληνας ορθόδοξος θεολόγος αντιλαμβάνεται την παρουσία και την μαρτυρία των χριστιανών στην Μέση Ανατολή σήμερα, τι θα μπορούσε να αναμένει από αυτούς και τι θα έπρεπε να φοβάται γι’ αυτούς. Πρόκειται, λοιπόν, για μια ομιλία πολύ διαφορετική από αυτές με τη συστηματική δομή και τη θεωρητική επεξεργασία που ο ομιλών εκφωνεί συνήθως. Πρόκειται στην ουσία για μια προσωπική μαρτυρία, και σε καμία περίπτωση για τα συμπεράσματα του συνεδρίου, μια μαρτυρία που δεν διεκδικεί ούτε την αμεσότητα ούτε την εγκυρότητα και βαρύτητα των άλλων προσωπικών μαρτυριών που είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε, για μια μαρτυρία που ίσως και να μην αποφεύγει σε κάποια σημεία της τις απλουστεύσεις ή και τα «οριενταλιστικά» στερεότυπα.
Όλα μοιάζει να άρχισαν τον Ιούλιο του 1982 στη Θεσσαλονίκη, όταν μπαίνοντας σε ένα θρησκευτικό βιβλιοπωλείο στο κέντρο της πόλης μαγεύτηκα από τη μουσική και τις ψαλμωδίες στα αραβικά και τα ελληνικά που εκεί άκουσα. Μια γυναικεία φωνή, απαλή σαν το χάδι και ευαίσθητη σαν το μετάξι, με μετέφερε σε άλλους κόσμους, πολύ οικείους και πολύ διαφορετικούς ταυτοχρόνως από αυτούς που ως τότε γνώριζα. Κανείς δεν ήξερε να μου πει τότε τι ακριβώς ήταν αυτό που άκουγα, εκτός από το ότι προέρχονταν από το Λίβανο. Λίγο αργότερα, κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών μου σπουδών στη Γαλλία, ανακάλυψα ότι η μουσική και η ψαλμωδία που με μάγεψαν και με συγκίνησαν ήταν από το δίσκο “Good Friday” της Fairuz, της χριστιανής στο θρήσκευμα τραγουδίστριας από το Λίβανο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή αγνοούσα το βάρος που έφερε αυτό το όνομα, αγνοούσα τη συγκίνηση και τη νοσταλγία που προκαλούσε σε όλη την Ανατολή — όχι μόνο στους χριστιανούς. Αυτή ήταν μόνο η αρχή στην πολύχρονη και πολυεπίπεδη σχέση μου με τους χριστιανικούς και τους άλλους πληθυσμούς της Ανατολής. Μετά τη Fairuz πολλοί άλλοι καλλιτέχνες, κυρίως μουσικοί, αλλά και ποιητές και συγγραφείς της περιοχής, Άραβες, Τούρκοι, Ιρανοί, Αρμένιοι, Εβραίοι, ήρθαν να πλουτίσουν τον «μυστικό μου κήπο» και να ανοίξουν τους ορίζοντές μου. Με την απόσταση ασφαλείας που παρείχε η απουσία από τη χώρα καταγωγής μου, πολλά πράγματα άρχισαν σιγά-σιγά να ξεκθαρίσουν μέσα μου, διάφορα στερεότυπα και ταμπού άρχισαν να ξεπερνιούνται, μεταξύ των οποίων το κυριότερο, η σχέση με την Τουρκία και τους άλλους γείτονες της Ελλάδος. Ήταν έτσι στα χρόνια της παραμονής μου στο Παρίσι που μπόρεσα να καταλάβω τι πραγματικά υπήρξε διαχρονικά ο Ελληνισμός στην ιστορική του πορεία πριν κρατικοποιηθεί και εθνικοποιηθεί: μια ουτοπία μάλλον, παρά ένας τόπος ή ένα κράτος, ένας τρόπος του βίου, ένας πολιτισμός, καθώς η ελληνικότητα ήταν πάντα ένα ασαφές και ακαθόριστο κράμα παιδείας, πολιτισμού, θρησκείας, γλώσσας και πνευματικών επιλογών, που δεν μπορούσε να οριστεί και να καθοριστεί ούτε γεωγραφικά, ούτε εθνοφυλετικά1. Το άνοιγμα, όμως, και ο απεγκλωβισμός πέρα από τα στενά ελλαδικά πλαίσια, μου επέτρεψε να κατανοήσω καλύτερα όχι μόνο τη δική μου ταυτότητα και παράδοση αλλά και τους «άλλους», και μάλιστα τους εγγύς «άλλους» της Εγγύς και Μέσης Ανατολής, είτε για χριστιανούς πρόκειται είτε για μουσουλμάνους και Εβραίους.
Για πολλά χρόνια πριν αρχίσω να ταξιδεύω με το σώμα στην περιοχή που μας ενδιαφέρει, ταξίδεψα εκεί με το μυαλό και τη σκέψη, με το πνεύμα και την καρδιά. Διάβασα πάσης φύσεως βιβλία, ξόδεψα ώρες πολλές ψάχνοντας στα παρισινά παλαιοπωλεία δίσκους ανατολικής μουσικής από τους οποίους δεν κράτησα απλώς τα ακούσματα και τους ήχους αλλά και τις πολύ σημαντικές πληροφορίες για τους ανθρώπους και τις χώρες που περιείχαν τα σημειώματά τους. Συνάντησα και γνώρισα ανθρώπους από διάφορες χώρες της περιοχής, που ο καθένας από αυτούς κουβαλούσε τη δική του θρησκεία και κουλτούρα, κυρίως, όμως, τη δική του περιπέτεια και προσωπική ιστορία που πολύ συχνά δεν ταυτιζότανε με την επίσημη αφήγηση και ιστορία της χώρας του ή της θρησκευτικής του κοινότητας.
Από όλα όσα έμαθα από τη σχέση μου με την καθ’ ημάς Ανατολή, δεν ξέρω πόσα θα μπορούσα, λόγω χρόνου κυρίως, να μοιραστώ σήμερα μαζί σας. Θα περιοριστώ αναγκαστικά σε ορισμένα μόνο από αυτά, κυρίως σε όσα σχετίζονται με το θεολογικο-πολιτικό θέμα του συνεδρίου μας και με το αίτημα της «μαρτυρίας», διατυπώνοντας παράλληλα και ορισμένους φόβους και ανησυχίες για την εξέλιξη των πραγμάτων.
Θα συνόψιζα στα παρακάτω τα θετικά και ελπιδοφόρα σημεία:
1. Είναι σε όλους γνωστό, και πολύ περισσότερο μέσα σε αυτήν την αίθουσα με τους τόσους ειδικούς για τα θέματα που συζητάμε, ότι οι Άραβες χριστιανοί έπαιξαν έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην εθνική αραβική αφύπνιση, στην αναγέννηση των γραμμάτων και των τεχνών, καθώς και στη διαμόρφωση και το σχηματισμό των σύγχρονων αραβικών κρατών. Εκτός σπανίων εξαιρέσεων ήταν υπέρ του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους, της πολυπολιτισμικότητας, της ειρηνικής συμβίωσης και της ανεκτικότητας με τις άλλες θρησκευτικές κοινότητες. Ο σύγχρονος αραβικός χριστιανισμός ενσαρκώνει έτσι μια άλλη σχέση με τη Νεωτερικότητα και την εκκοσμίκευση, μια σχέση με θετικό κατά βάση πρόσημο και προσανατολισμό. Όταν συγκρίνει κανείς αυτή τη θετική στάση με τις έντονες αντιμοντερνιστικές τάσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ρωσία, την Ελλάδα ή και αλλού στα Βαλκάνια, ή και σε αρκετές προτεσταντικές και καθολικές εκκλησίες στην Ευρώπη και την Αμερική, μπορεί τότε ίσως να εκτιμήσει τη σημασία της. Ο χριστιανισμός συνήθως στη συνάφεια των χωρών της Μέσης Ανατολής αντιπροσωπεύει το μοντέρνο και το καινούργιο, την ανανέωση και την πρόοδο, την κοινωνική απελευθέρωση και τον εκσυγχρονισμό. Η αυξανόμενη ζήτηση της Βίβλου, ακόμη και μεταξύ των μουσουλμάνων στην Τουρκία και τη Μέση Ανατολή, ίσως κάτι έχει να μας πει πάνω σε αυτό, όπως και το γενικότερο ενδιαφέρον για το χριστιανισμό που καταγράφεται τελευταία στην Τουρκία σε ορισμένους κύκλους διανοουμένων και μορφωμένων, κυρίως γυναικών2.
2. Παρά τις Σταυροφορίες και τον πολιτικό, οικονομικό και θρησκευτικό επεκτατισμό της Δύσης στην Μέση Ανατολή, παρά την αποικιοκρατία, τη διγλωσσία και την πολιτική που χαρακτηρίζεται από τα δύο μέτρα και τα δύο σταθμά, οι χριστιανοί, και μάλιστα οι ορθόδοξοι, στην Μέση Ανατολή δεν ανέπτυξαν αντιδυτικά ή αντι-ισλαμικά αισθήματα, παρότι υπέστησαν και υφίστανται την πίεση τόσο της Δύσης όσο και του Ισλάμ. Εκτός από ορισμένες ακραίες περιπτώσεις θρησκευτικού ή κοινοτικού φανατισμού, οι χριστιανοί στη Μέση Ανατολή φαίνεται να λειτουργούν ως γέφυρα μεταξύ Δύσης και Ανατολής, χριστιανισμού και Ισλάμ, παράδοσης και εκσυγχρονισμού. Ζουν στη μεθόριο δύο κόσμων και δύο πολιτισμών, έχουν ανάγει σε τέχνη και τρόπο του βίου τους τη μεθόριο ύπαρξη, την πολλαπλότητα των ταυτοτήτων, την τέχνη της συμβίωσης με τους άλλους χωρίς να προδίδουν τους εαυτούς τους και χωρίς να καταστήσουν ακόμη τον φονταμενταλισμό ερμηνευτική πρόταση και τρόπο του βίου. Φαίνεται να αφομοίωσαν καλύτερα το ευαγγελικό μήνυμα για αποφυγή της μνησικακίας, για αγάπη και συγχώρηση. Προσδιορίζονται δε περισσότερο από αυτό που οι ίδιοι και η πίστη τους τούς επιτάσσει να είναι, και λιγότερο από αρνητικούς ετεροπροσδιορισμούς έναντι των άλλων. Εάν και πάλι κάνουμε τη σύγκριση με τον γνωστό από τα ελληνικά δεδομένα, αλλά και από άλλες ορθόδοξες χώρες, αντιδυτικισμό, τότε τα όσα μόλις αναφέραμε, και που ίσως φαντάζουν ως «οριενταλιστικές» κοινοτυπίες, έχουν να μας διδάξουν πολλά. Αρκεί να θυμηθούμε εν προκειμένω τις έντονες αντιδράσεις και διαδηλώσεις πολλών φανατικών ορθοδόξων Ελλήνων κατά την επίσκεψη του Πάπα Ιωάννη-Παύλου του Β΄ στην Αθήνα, τον Μάιο του 2001, όταν απαιτούσαν επίμονα να ζητήσει συγγνώμην ο Πάπας για την Δ΄ Σταυροφορία και την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους το 1204!
3. Ο χριστιανισμός στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής φαίνεται να κρατάει κάτι από την αρχική καινοδιαθηκική απλότητα, όπως επίσης και να μην έχει ακόμη τόσο πολύ επηρεαστεί από τις ευσεβιστικές πρακτικές και τις νομικιστικές αντιλήψεις που επηρέασαν τις χριστιανικές εκκλησίες στη Δύση και σε μεταγενέστερο στάδιο, ως προϊόν εισαγωγής, και ορθόδοξες εκκλησίες στην Ελλάδα και αλλού. Οι χριστιανοί στον αραβικό κόσμο μοιάζει να είναι πολύ μακριά από μια μανιχαϊστικού τύπου θρησκευτικότητα, καθώς διασώζουν ακόμη, σε μεγάλο βαθμό, τη σύνδεση της πίστης με τη χαρά της ζωής, προβάλλοντας τον χριστιανισμό ως θρησκεία της χαράς, και αγνοώντας τη διάκριση ανάμεσα σε καθαρό και ακάθαρτο, ιερό και βέβηλο. Ίσως δεν υπάρχει καλύτερο και πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, τουλάχιστο για τον ορθόδοξο χώρο, από την Κίνηση της Ορθόδοξης Νεολαίας (Mouvement de Jeunesse Orthodoxe-MJO) του Πατριαρχείου Αντιοχείας (Λίβανος και Συρία), η οποία ήδη από το 1942 υπήρξε το πρώτο κίνημα στο γεωγραφικό του περιβάλλον που εργάστηκε για την εμβάθυνση της πίστης, τη μετάνοια, την εκκλησιαστική ανανέωση, τη συμφιλίωση, τη συγχώρηση και την καταλλαγή3. Η ανανέωση που επιχειρήθηκε από την Κίνηση της Ορθόδοξης Νεολαίας (MJO) στράφηκε δημιουργικά στις βιβλικές πηγές της χριστιανικής πίστης και την ευχαριστιακή της εμπειρία, στην αναζωογόνηση και την γόνιμη επανερμηνεία της παράδοσης, ενώ συνέβαλε αποφασιστικά στην ανάπτυξη μιας ανανεωμένης εκκλησιαστικής συνείδησης. Όπως σημειώνει και ο πρώην Γεν. Γραμματέας της Raymond Rizk: «Κίνηση προφητική, όχι στο περιθώριο αλλά στην ίδια την καρδιά της Εκκλησίας, κομίζοντας μια οξυμένη ευαισθησία σε θέματα δογματικά μέσα από την αναδρομή της στις βιβλικές πηγές και τη λειτουργική της θέαση, ριζωμένη στον πραγματικό κόσμο και στο μυστήριο του αδερφού, η Κίνηση της Ορθόδοξης Νεολαίας (MJO), έσπειρε τον σπόρο της ανανέωσης σε όλες τις άλλες χριστιανικές κοινότητες»4. A similar appreciation on the work of MJO is stressed decades ago by Metropolitan Kallistos Ware in his classical book The Orthodox Church: “Today thee are signs of an awakening [sc. In the Patriarchate of Antioch], chiefly as a result of the Orthodox Youth Movement in the Patriarchate, a most remarkable and inspiring organization, originally founded by a small group of students in 1941-42. The Youth Movement runs catechism schools and Bible seminars, as well as issuing an Arabic periodical and other religious material. It undertakes social work, combating poverty and providing medical assistance. It encourages preaching and is attempting to restore frequent communion.”5
Πλάι, όμως, σε αυτά τα τόσο θετικά και ελπιδοφόρα σημεία, οφείλω να ομολογήσω ότι υπάρχουν και ανησυχητικά σημάδια στα οποία και θα ήθελα να αναφερθώ με συντομία στη συνέχεια της παρουσίασής μου:
1. Η κοινοτιστική (communitarian), και όχι απλώς κοινοτική (communal) συγκρότηση των χριστιανικών κοινοτήτων και εκκλησιών στη Μέση Ανατολή. Παρά την ανοιχτή προς τη Νεωτερικότητα και τον εκσυγχρονισμό στάση τους, οι χριστιανοί της περιοχής, ίσως και λόγω του ότι είναι παντού μειονότητα και αισθάνονται αμυνόμενοι, φαίνεται να βρίσκουν ασφάλεια και καταφυγή σε αυτό το σχήμα. Αδυνατούν συνήθως να κατανοήσουν τον κόσμο έξω από τα κοινοτιστικά σχήματα· δεν μπορούν τις πιο πολλές φορές να σκεφτούν τον εαυτό τους ξέχωρα από το πλαίσιο ή και τη μοίρα της κοινότητάς τους. Μην έχοντας παρά ελάχιστα αναπτύξει συνείδηση εξατομίκευσης και αυτονομίας, κατανοούν την κοινωνία όχι ως δημιούργημα των πολιτών, αλλά ως άθροισμα και συνισταμένη των θρησκευτικών ή εθνο-πολιτισμικών κοινοτήτων. Όντας οι ίδιοι, πολλές φορές, πολίτες δεύτερης κατηγορίας, χωρίς ουσιαστικά την εμπειρία του αυτοσυνείδητου και υπεύθυνου, ως προς τις αποφάσεις του, ατόμου/προσώπου, προσλαμβάνουν τον κόσμο κυρίως μέσα από την κοινοτιστική προοπτική και διαμεσολάβηση, αποδίδοντας, φυσικώ τω λόγω, προτεραιότητα στην κοινότητα και στους συλλογικούς-πολιτισμικούς αλλά και στους φυσικούς κληρονομημένους δεσμούς και θεσμούς έναντι του ατόμου/προσώπου, των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του. Γι’ αυτό και τα προβλήματα που παρουσιάζονται από αυτήν την κοινοτιστική διάρθρωση των κοινωνιών και των εκκλησιών στην Μέση Ανατολή είναι πολλά και ποικίλα, και αναφέρθηκαν ήδη αρκετές φορές στο παρόν συνέδριο. Το πρόβλημα είναι ότι μια ορισμένη θεολογία —και μάλιστα στο όνομα της θεολογίας του προσώπου— σπεύδει να δικαιολογήσει και να δικαιώσει θεολογικά τον κοινοτισμό και την κυριαρχία του προνεωτερικού παραδείγματος στην Ορθοδοξία, παραμένοντας έτσι ουσιαστικά ανυποψίαστη για τα νεωτερικά και χειραφετητικά στοιχεία που κόμισε ο αρχέγονος χριστιανισμός αλλά και η ίδια η Ορθοδοξία στην Ιστορία6.
2. Συναφές προς το παραπάνω είναι και το γεγονός ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων, οι χριστιανικές κοινότητες και εκκλησίες, όπως και γενικότερα οι κοινωνίες της Μέσης Ανατολής, μαζί ή και παράλληλα προς τα «νεωτερικά» χαρακτηριστικά στα οποία αναφερθήκαμε, παρουσιάζουν έντονα αρχαϊκά και πατριαρχικά στοιχεία. Η συνύπαρξη αυτή παραδοσιαρχίας και εκσυγχρονιστικών τάσεων, πατριαρχικών και νεωτερικών δομών, αποτυπώνεται με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο στη θέση της γυναίκας όχι μόνο στις κοινωνίες της Μέσης Ανατολής που κυριαρχούνται από το Ισλάμ, αλλά και στις ίδιες τις εκκλησίες, και μάλιστα στις ορθόδοξες, που υποτίθεται πως είναι φορείς ενός άλλου ήθους και μιας άλλης πραγματικότητας, αυτής του «ουκ ένι άρσεν και θήλυ» (Γαλ. 3:28).
3. Η κοινοτιστική δομή και συγκρότηση των εκκλησιών στην Μέση Ανατολή, ως αποτέλεσμα του ομολογιακού κατακερματισμού του χριστιανισμού και της μετατροπής των χριστιανών σε μειοψηφία, έχει ακόμη μία σοβαρή επίπτωση, αυτή του εκκλησιαστικού κουλτουραλισμού, της κατανόησης δηλαδή της πίστης και της Εκκλησίας με όρους ταυτότητας και πολιτισμού, και της συνακόλουθης σύγχυσης ανάμεσα στους κοινωνιολογικά και πολιτισμικά χριστιανούς και τους χριστιανούς χωρίς άλλους προσδιορισμούς. Βέβαια το φαινόμενο αυτό απαντάται πάρα πολύ συχνά και εκεί όπου ο χριστιανισμός είναι πλειοψηφούσα θρησκεία, όπως στην Ελλάδα, τη Ρωσία και τις ορθόδοξες βαλκανικές χώρες. Όπως έχω μάλιστα υποστηρίξει σε πρόσφατο άρθρο μου στο περιοδικό Istina7, αποτελεί το σοβαρότερο ίσως πρόβλημα για την Ορθοδοξία, η οποία, στις εκτός ιεραποστολής περιοχές, λόγω ακριβώς του γνωστού στενότατου ―έως ταυτίσεως ορισμένες φορές― συνδέσμου Εκκλησίας και έθνους, Εκκλησίας και τοπικών/πολιτισμικών παραδόσεων, αυτό που φαίνεται να χρειάζεται επειγόντως είναι μία αποδέσμευση από τους συγκεκριμένους πολιτισμούς και τις τοπικές παραδόσεις (deculturation), μία επανιεράρχηση προτεραιοτήτων ανάμεσα στα θεολογικά και πολιτισμικά κριτήρια, μία νέα ισορροπία ανάμεσα στο τοπικό και το οικουμενικό, στο επί μέρους και το καθολικό, και όχι τόσο τον εμπολιτισμό (inculturation). Αυτή, όμως, η σύνδεση της ιστορικής Ορθοδοξίας με έναν συγκεκριμένο τόπο και πολιτισμό, φαίνεται να είναι και το σοβαρότερο πρόβλημα ―αλλά δυστυχώς όχι το μόνο― για την προσαρμογή της Ορθοδοξίας στις νέες συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, όπου σύμφωνα με τον Γάλλο καθηγητή Olivier Roy8, ειδικό του πολιτικού Ισλάμ και του θρησκευτικού φαινομένου, στις νέες συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, της δορυφορικής τηλεόρασης, του ίντερνετ και των άϋλων δικτύων, οι θρησκείες που είναι υπερβολικά δεμένες ή ταυτισμένες με έναν τόπο ή με έναν πολιτισμό, όπως η Ορθοδοξία και ο Ρωμαιοκαθολικισμός, έχουν μεγάλη δυσκολία προσαρμογής. Αντιθέτως, οι θρησκευτικές παραδόσεις που διακρίνονται για την μεγάλη τους κινητικότητα και την αποδέσμευση από μια συγκεκριμένη κουλτούρα και από τον εγκλεισμό τους στα στενά γεωγραφικά πλαίσια, όπως ο Προτεσταντισμός και το σαλαφιτικό Ισλάμ, κινούνται με μεγαλύτερη άνεση και έχουν μεγαλύτερη «επιτυχία» στην «ελεύθερη» θρησκευτική αγορά.
4. Η κατανόηση, όμως, της πίστης και της Εκκλησίας με όρους ταυτότητας και πολιτισμού έχει πολύ συχνά ως συνέπεια την εργαλειοποίησή της και τη χρήση της για αλλότριους σκοπούς, εθνικούς, κοινωνικούς, κλπ, όσο θεμιτοί και νόμιμοι κατά κόσμον και αν είναι αυτοί οι σκοποί. Η πίστη παύει τότε να αποτελεί τον έσχατο και υπέρτατο σκοπό και μεταβάλλεται σε μέσο για την πραγματοποίηση άλλων στόχων και σκοπών. Το φαινόμενο είναι γνωστό στον ορθόδοξο χώρο λόγω των εθνικών εκκλησιών και της στράτευσής τους στην εθνική ιδέα και τις εθνικές αφηγήσεις των επιμέρους εθνικών κρατών. Και παρότι ο εθνοφυλετισμός έχει καταδικαστεί από τη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 1872, εξακολουθεί εντούτοις να ορίζει ουσιαστικά το πλαίσιο οργάνωσης και δράσης των Ορθοδόξων Εκκλησιών στον σύγχρονο κόσμο. Βεβαίως, στην περίπτωση της Μέσης Ανατολής, δεν έχουμε να κάνουμε με αυτήν ακριβώς την περίπτωση, καθώς η μειοψηφική, από πληθυσμιακή άποψη, παρουσία των χριστιανικών εκκλησιών δεν επιτρέπει καμιά τέτοιου είδους φιλοδοξία. Για να πάρουμε, όμως, μόνο ένα παράδειγμα, αυτό της Παλαιστίνης, είναι ορατός ο κίνδυνος η καθόλα θεμιτή δίψα του παλαιστινιακού λαού για εθνική αναγνώριση και αποκατάσταση σε ένα διεθνώς αναγνωρισμένο κράτος να οδηγήσει σε εργαλειοποίηση της πίστης και σε υποταγή της εκκλησιακής στην εθνική ταυτότητα που γίνεται πλέον το περιέχον ενώ η χριστιανική ταυτότητα μεταβάλλεται σε περιεχόμενο. Επιπλέον, σε ένα άλλο καθαρά εκκλησιαστικό και μάλιστα ενδορθόδοξο επίπεδο, ο συστηματικός αποκλεισμός και η αποξένωση των Αράβων ορθοδόξων από τη διοίκηση και τις θέσεις ευθύνης στο Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, παρότι αποτελούν την συντριπτική πλειοψηφία του ποιμνίου που εξακολουθεί να ποιμαίνεται από μια ιεραρχία αποκλειστικά ελληνική ή «ρωμαίικη» αν προτιμάτε, κινδυνεύει όχι μόνο να στερήσει την ορθόδοξη κοινότητα στην Παλαιστίνη, το Ισραήλ και την Ιορδανία από μορφωμένα στελέχη και καταρτισμένους θεολογικά κληρικούς, αλλά είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει σε ανάλογου τύπου εκκλησιολογικά προβλήματα, και από τον εθνοφυλετισμό των Ελλήνων μοναχών να οδηγηθούμε, στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον, στον εθνοφυλετισμό των αραβόφωνων και μάλιστα με μαθηματική ακρίβεια στις μεταξύ τους διαμάχες (Παλαιστίνιοι-Ιορδανοί, αλλά και ορθόδοξοι χριστιανοί ρωσικής παράδοσης και εβραϊκής καταγωγής) αλλά και στην πλήρη υποταγή τους και τη σύζευξή τους με την πολιτική ηγεσία9.
5. Πολλοί από εμάς, που δεν είμαστε από τη Μέση Ανατολή, έχουμε την αίσθηση ότι όλο και περισσότερο μεταξύ των χριστιανών υπάρχει μια τάση φυγής και μια αυξανόμενη ανασφάλεια, καθώς πολύ συχνά πέφτουν θύματα των ποικίλων εθνοτικών και εμφύλιων συγκρούσεων, των ανερχόμενων πολύχρωμων φονταμενταλισμών (ισλαμικού και εβραϊκού), αλλά και του ίδιου του υψηλού βιοτικού τους επιπέδου και του επιπέδου εκπαίδευσης και καλλιέργειας, που τους προσφέρει μεγαλύτερη κινητικότητα και περισσότερες επιλογές, με πρώτη αυτήν της μετανάστευσης. Δεν μπορούμε εδώ να επεκταθούμε περαιτέρω στους λόγους και τα βαθύτερα αίτια αυτής της κατάστασης, δεν είμαστε καν σίγουροι πως η τάση αυτή επιβεβαιώνεται πλήρως στην πράξη. Δεν είναι δυνατόν, όμως, να μην δώσουμε την δέουσα προσοχή σε ορισμένα σημάδια που μοιάζει να είναι όντως ανησυχητικά. Είμαστε για παράδειγμα μάρτυρες για τα καταστροφικά αποτελέσματα που είχε η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ καθώς και για την όλο και διογκούμενη έξοδο των χριστιανών από τη χώρα αυτή, των χριστιανών του Ιράκ που, για λόγους που μπορούμε να υποψιαστούμε, συνήθως υποστηρίζουν και νοσταλγούν το καθεστώς του Σαντάμ Χουσείν, όπως και ένα πολύ σημαντικός αριθμός των χριστιανών στη Συρία σήμερα, και μάλιστα η εκκλησιαστική τους ηγεσία, φαίνεται να υποστηρίζουν το καθεστώς Άσσαντ· στη Συρία όπου, εξαιτίας της εξέγερσης που συχνά προσλαμβάνει ισλαμιστικά χαρακτηριστικά, παρακολουθούμε την αγωνία και την περιχαράκωση των χριστιανών, που παρά τις αυταρχικές ή και δικατορικές μεθόδους του συντάσσονται μάλλον με το υπάρχον καθεστώς καθώς φοβούνται για το μέλλον τους και για την ίδια την επιβίωση και τη συνέχιση της φυσικής τους παρουσίας σε περίπτωση νίκης των ισλαμιστών. Η περίπτωση, όμως, του Ιράκ και της Συρίας δεν είναι οι μόνες που εμπνέουν ανησυχία: Η οριακή και δύσκολη επιβίωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη, η σχεδόν ολοκληρωτική εξαφάνιση των χριστιανών στη Νοτιοανατολική Τουρκία, η δυναμική, πολυπληθής αλλά ταυτοχρόνως αβέβαιη παρουσία των Κοπτών στην Αίγυπτο, η δυσμενής δημογραφική, εις βάρος των χριστιανών, ανατροπή στο Λίβανο και το φάσμα ενός νέου εμφυλίου πολέμου, η δραματική συρίκνωση του χριστιανικού πληθυσμού στην Παλαιστίνη και την Αγία Γη, στην πανάρχαια αυτή κοιτίδα του χριστιανισμού, συμπληρώνουν χωρίς να εξαντλούν τον ιδιότυπο αυτό χάρτη της αβεβαιότητας και της επισφάλειας των χριστιανικών πληθυσμών της Μέσης Ανατολής10.
Δεν ξέρω πόσο σωστά μπόρεσα να κατανοήσω και να αναλύσω τα προβλήματα και τις σημαντικές προκλήσεις που η παρούσα συγκυρία θέτει στους χριστιανούς της Μέσης Ανατολής, σήμερα μάλιστα που η κατάρρευση των αυταρχικών και δικτατορικών καθεστώτων τους αναγκάζει να πάρουν θέση είτε υποστηρίζοντας το παλιό είτε διακινδυνεύοντας με το καινούργιο. Δεν είμαι σίγουρος επίσης ότι κατάλαβα και ερμήνευσα σωστά τα αισθήματα που διακατέχουν τους χριστιανούς της περιοχής σήμερα. Θα ήθελα, όμως, να τους διαβεβαιώσω και να σας διαβεβαιώσω πως ό,τι λέχθηκε ήταν καρπός της αγάπης και της αγωνίας μου για την χριστιανική παρουσία και μαρτυρία, για το παρόν και το μέλλον των χριστιανών στην Μέση Ανατολή.
Σημειώσεις:
1. Τις απόψεις μου για τα εν λόγω ζητήματα έχω αναπτύξει στα παρακάτω κείμενά μου: «Ορθόδοξος φονταμενταλισμός και παραλλαγές του ελλαδικού και βαλκανικού μεγαλοϊδεατισμού», στο ειδικό ένθετο αφιέρωμα της εφημ. Ελευθεροτυπία: «Φονταμενταλισμός, ο ιερός φασισμός», 21-10-2000, σ. 16-23· «Ορθοδοξία και νεοελληνική ταυτότητα. Κριτικές σημειώσεις από τη σκοπιά της θεολογίας», Ίνδικτος, τχ. 17, 2003, κυρίως σ. 56-63· Ορθοδοξία και Ελληνισμός στη σύγχρονη Ελλάδα, Ίνδικτος, Αθήνα, 2011, κυρίως σ. 23-33.
2. Για το τελευταίο αυτό σημείο η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών της Ι. Μητροπόλεως Δημητριάδος, σε συνεργασία με την Ελληνική Βιβλική Εταιρεία, διοργάνωσε στις 19-4-2007 ημερίδα με θέμα: «Η διάδοση της Αγίας Γραφής στις κατά παράδοση ισλαμικές χώρες, την Τουρκία και την Μέση Ανατολή», βλ. σχετικά, www.acadimia.gr/content/view/1/50/1/3/lang,el/ Για το ίδιο αυτό θέμα βλ. και τις παρατηρήσεις της Μερόπης Αναστασιάδου και του Πωλ Ντυμόν, Οι Ρωμηοί της Πόλης. Τραύματα και προσδοκίες, Εστία, Αθήνα, 32010, σ. 211-213.
3. R. Rizk, « Les orthodoxes dans le drame du Liban », entretien pour le Service Orthodoxe de Presse (S.O.P.), no 139, juin, 1989, σ. 22.
4. R. Rizk, όπ. π., σ. 22. Πρβλ. επίσης, Georges Khodr (Métropolite de Byblos, Botris et du Mont-Liban), Et si je disais les chemins de l’enfance, μτφρ. από τα αραβικά R. et G. Rizk, Le sel de la terre-Cerf, Paris, 1997, σσ. 6-7, 71 κ. ε.
5. Timothy Ware (Bishop Kallistos of Diokleia), The Orthodox Church, Penguin Books, 1987 (first published in 1963), p. 145.
6. Βλ. περισσότερα γι’ αυτή μου τη θέση στο βιβλίο μου, Ορθοδοξία και Νεωτερικότητα. Προλεγόμενα, Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών/Ίνδικτος, Αθήνα, 2007, ιδίως σ. 47-67, 75-84. Πρβλ. P. Kalaitzidis, “Challenges of Renewal and Reformation Facing the Orthodox Church,” The Ecumenical Review, 61 (2009), σ. 136-164.
7. P. Kalaitzidis, « La relation de l’Eglise à la culture et la dialectique de l’eschatologie et de l’histoire », Istina, 55 (2010), σ. 7-25.
8. Βλ. σχετικά, Ol. Roy, La Sainte Ignorance, Seuil, Paris, 2008.
9. Ευρύτερη ανάπτυξη αυτής μου της θέσης στο: Π. Καλαϊτζίδης, «Ο Θεός και ο Καίσαρας. Επίκαιρο θεολογικό σχόλιο στην εκκλησιαστική κρίση και στο ζήτημα του χωρισμού κράτους και Εκκλησίας. Με ένα υστερόγραφο για τα συμβαίνοντα στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων», Ίνδικτος, τχ. 19, Απρίλιος 2005, κυρίως σ. 19-21. Πρβλ. την σχετική «Επιστολή» του Ηλ. Μαλεβίτη, και την απάντησή μου, Ίνδικτος, τχ. 20, Ιανουάριος 2006, σ. 273-275 και 275-279 αντίστοιχα.
10. Δίνω εδώ κάποιες ελάχιστες βιβλιογραφικές αναφορές για όποιον θα επιθυμούσε να εμβαθύνει στα ζητήματα που σχετίζονται με τους χριστιανούς στην ευρύτερη περιοχή της Εγγύς και της Μέσης Ανατολής: Ου. Νταλρίμπλ, Ταξίδι στη σκιά του Βυζαντίου, μτφρ. Κατερίνα Οικονομάκου, Ωκεανίδα, Αθήνα, 2000· Ρ. Ντεμπρέ, Οδοιπορικό στις χώρες της Βίβλου, μτφρ. Αννα Καρακατσούλη, Πρόλογος Στ. Ζουμπουλάκης, «Πόλις», Αθήνα, 2010· Ant. Sfeir (ed.), Chrétiens d’Orient. Et s’ils disparaissaient?, Bayard, Montrouge, 2009· S. de Courtois, Le nouveau défi des chrétiens d’Orient. D’Istanbul à Bagdad, Jean-Claude Lattès, Paris, 2009 · J.-M. Cadiot, Les Chrétiens d’Orient. Vitalité, souffrances, avenir, Salavator, Paris, 2010. Βλ. Επίσης για το ίδιο θέμα την περιοδική έκδοση: Les Cahiers de l’Orient (: “Chrétiens d’Orient, Quel avenir ?”), nr 93, hiver 2009.
Ολόκληρο το ενδιαφέρον συνέδριο μπορείτε να παρακολουθήσετε εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts with Thumbnails